οβονικός

οβονικός
-ή, -ό
(ηλεκτρον.-τεχνολ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρονική τεχνολογία που ανέπτυξε ο Αμερικανός Οβσίνσκι (α. «οβονική μνήμη» β. «οβονικό φαινόμενο»)
2. το θηλ. ως ουσ. η οβονική
ηλεκτρονική τεχνολογία που αξιοποιεί τις χαρακτηριστικές ιδιότητες ορισμένων χημικών στοιχείων όταν αυτά βρίσκονται υπό μορφή λεπτών στρωμάτων ή φύλλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”